αμύθητος

αμύθητος
-η, -ο (Α ἀμύθητος, -ον) [μυθοῡμαι]
άρρητος, απερίγραπτος, αναρίθμητος, ανυπολόγιστος, κολοσσιαίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμύθητος — ἀμύ̱θητος , ἀμύθητος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμύθητος — η, ο απερίγραπτος, αναρίθμητος· Στα χρόνια αυτά συγκέντρωσε αμύθητα πλούτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμυθήτως — ἀμῡθήτως , ἀμύθητος adverbial ἀμῡθήτως , ἀμύθητος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμύθητον — ἀμύ̱θητον , ἀμύθητος masc/fem acc sg ἀμύ̱θητον , ἀμύθητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μίδας — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε μαζί με τους Μακρόβιο, Αφροδίσιο, Bαλεριανό, Λεόντιο κ.ά. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. II Μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας με τον οποίο συνδέονται διάφορες μυθικές παραδόσεις. Η πιο γνωστή… …   Dictionary of Greek

  • μυθώδης — ες (Α μυθώδης, ῶδες) [μύθος] αυτός που μοιάζει με μύθο, ο πλαστός («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον ὄντα μυθώδη πίστιν ἔσχε», Πλούτ.) νεοελλ. μτφ. αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής πραγματικότητας, υπερβολικός, αφάνταστος, αμύθητος, παροιμιώδης («μυθώδη… …   Dictionary of Greek

  • παροιμιώδης — ες, ΝΜΑ [παροιμία] 1. αυτός που λέγεται ως παροιμία, ο όμοιος με παροιμία, ο παροιμιακός νεοελλ. 1. περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος, πασίγνωστος («παροιμιώδης κακία») 2. αμύθητος, μυθώδης, ανυπολόγιστος («παροιμιώδης πλούτος»). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • πολυαμύθητος — ον, Α απειράριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀμύθητος «αναρίθμητος»] …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԲԱՒ — (ի, ից.) NBH 1 0121 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. ( ʼի բառէս բաւ. հասումն, հուն, չափ). ἅπειρος, ἁπέραντος infinitus, termino carens, ἅμετρος immensus եւն. *Անհուն. անանցանելի. անհաս.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”